- σαόμβροτος
- -ον, Ααυτός που φυλάγει τους ανθρώπους ώστε να είναι σώοι και υγιείς.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος» + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μρατός, βλ. λ. βροτός), πρβλ. θελξί-μβροτος, τερψί-μβροτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαόμβροτε — σαόμβροτος preserving mortals masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek
σαοσίμβροτος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «σαόμβροτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος (κατά τα σωσι ) + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μρατός, βλ. λ. βροτός), πρβλ. τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek